Πώς συνδέονται τα καρδιαγγειακά νοσήματα με την κοιλιακή παχυσαρκία;

Η παχυσαρκία αποτελεί ένα χρόνιο νόσημα, το οποίο είναι αποτέλεσμα, κατά κύριο λόγο, αυξημένης ενεργειακής πρόσληψης σε συνδυασμό με μειωμένη φυσική δραστηριότητα. Η περίσσεια της προσλαμβανόμενης ενέργειας αποθηκεύεται στον οργανισμό με τη μορφή λίπους, η αυξημένη συσσώρευση του οποίου είναι επικίνδυνη για τον οργανισμό και ευθύνεται για την εκδήλωση διαφόρων νοσημάτων.
Η παχυσαρκία αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για την εκδήλωση καρδιαγγειακών νοσημάτων. Το 40% των παχύσαρκων ασθενών με στηθάγχη, δεν έχουν αποδεδειγμένη στεφανιαία νόσο, δηλαδή η στηθάγχη μπορεί να είναι ένα άμεσο σύμπτωμα της παχυσαρκίας. Παρ’όλ’αυτά, ο τρόπος κατανομής του λίπους στο σώμα επηρεάζει τον βαθμό καρδιαγγειακού κινδύνου. Η υπερβολική συσσώρευση λίπους στην κοιλιά εκθέτει τους ασθενείς σε μεγαλύτερο κίνδυνο καρδιακής νόσου σε σύγκριση με άτομα με τον ίδιο δείκτη μάζας σώματος (BMI) αλλά με διαφορετική κατανομή λίπους. Η κοιλιακή παχυσαρκία προδιαθέτει σε καρδιαγγειακά νοσήματα είτε γιατί συσχετίζεται με άλλους παράγοντες κινδύνου όπως ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2, η υπέρταση και η δυσλιπιδαιμία, είτε γιατί η ίδια η κοιλιακή παχυσαρκία αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου. Ο κίνδυνος είναι αυξημένος, όταν η περιφέρεια μέσης είναι μεγαλύτερη από 94 cm στους άνδρες και 80 cm στις γυναίκες, και όταν ο λόγος της περιφέρειας μέσης/ ισχύων είναι μεγαλύτερος του 1 για τους άνδρες και του 0,85 για τις γυναίκες.
Ένας στα πέντε άτομα που είναι υπέρβαρα πάσχουν από μεταβολικό σύνδρομο.Οι παράγοντες που χαρακτηρίζουν αυτή την κατάσταση, όπως η υψηλή αρτηριακή πίεση ή η αντίσταση στην ινσουλίνη μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο του ατόμου για την ανάπτυξη καρδιαγγειακών παθήσεων.
Τα παχύσαρκα άτομα έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να αναπτύξουν διαταραχές της αναπνοής κατά τη διάρκεια του ύπνου, γνωστή ως αποφρακτική υπνική άπνοια. Η αποφρακτική υπνική άπνοια είναι η διακοπή της αναπνοής κατά τη διάρκεια του βραδινού ύπνου. Άτομα με άπνοια ύπνου έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο υψηλής πίεσης του αίματος , ανωμαλίες στον καρδιακό ρυθμό και πρόκληση εγκεφαλικού επεισοδίου.
Τα άτομα που είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα έχουν αυξημένη πιθανότητα διεύρυνσης της αριστερής πλευράς της καρδιάς, που είναι γνωστή ως υπερτροφία της αριστερής κοιλίας. Αυτό οφείλεται στην αύξηση της πίεσης του αίματος και στην επιβάρυνση για την καρδιά. Ερευνητικές μελέτες έχουν δείξει ότι η υπερτροφία της αριστερής κοιλίας και η υψηλή αρτηριακή πίεση είναι οι προάγγελοι της καρδιακής νόσου σε παιδιά και εφήβους. Με τον όλο και αυξανόμενο αριθμό υπέρβαρων και παχύσαρκων παιδιών, υπάρχουν περισσότερες περιπτώσεις εγκεφαλικών επεισοδίων σε νεαρά άτομα ηλικίας κάτω των 60 ετών. Ο ΔΜΣ στο τέλος της εφηβείας αποτελεί σημαντικό προγνωστικό παράγοντα εγκεφαλικού επεισοδίου και άλλων καρδιαγγειακών νοσημάτων κατά την ενήλικο ζωή και, μάλιστα, ο κίνδυνος εγκεφαλικού επεισοδίου μεταξύ υπέρβαρων και παχύσαρκων παιδιών αυξάνεται με την ηλικία.
Η κοιλιακή παχυσαρκία είναι ένας σημαντικός τροποποιήσιμος παράγοντας κινδύνου για την ανάπτυξη σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Διάφορες μελέτες επιβεβαιώνουν ότι η μέτρια απώλεια βάρους (5-10 %) και η αυξημένη σωματική δραστηριότητα μπορεί να αποτρέψει ή να καθυστερήσει την ανάπτυξη του διαβήτη τύπου 2 σε ομάδες υψηλού κινδύνου , όπως είναι τα άτομα με διαταραγμένη ανοχή στη γλυκόζη11. Η σύνδεση της κοιλιακής παχυσαρκίας με τα καρδιαγγειακά νοσήματα έγκειται στο γεγονός ότι ο σακχαρώδης διαβήτης αποτελεί μεμονωμένο ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για την πρόκληση εγκεφαλικού επεισοδίου.
Ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα αποτελεί, επίσης, η μειωμένη φυσική δραστηριότητα, η οποία χαρακτηρίζει και την παχυσαρκία. Συνιστώνται τουλάχιστον 60 λεπτά σωματικής άσκησης την ημέρα για τα παιδιά και 150 λεπτά μέτριας ή 75 λεπτά έντονης σωματικής δραστηριότητας την εβδομάδα για τους ενήλικες.
Η παχυσαρκία, όπως αναφέρουν σήμερα πολλοί επιστήμονες, είναι και θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ασθένεια. Επομένως, η επίτευξη μικρών, ρεαλιστικών στόχων στην απώλεια βάρους ασθενών έως και 10 % μπορεί να βελτιώσει τον γλυκαιμικό έλεγχο, να μειώσει την υψηλή αρτηριακή πίεση, να βελτιώσει τα επίπεδα χοληστερίνης στο αίμα2  και να μειώσει την ανάγκη για τη χρήση φαρμάκων για τον έλεγχο της αρτηριακής πίεσης και του διαβήτη.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΔΩ

Διαβάστε Επίσης  «Αόρατοι» για την οικογένεια και τους φίλους οι ρευματοπαθείς

Κάντε like στη σελίδα μας στο Facebook….

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *