Γιατί ,λοιπόν, έχει τόση σημασία το φύλο; Οι γυναίκες ξεκινούν με χαμηλότερη οστική πυκνότητα από ό,τι οι άνδρες και χάνουν την οστική τους μάζα πιο γρήγορα καθώς γερνούν, η οποία οδηγεί σε οστεοπόρωση σε ορισμένες γυναίκες. Μεταξύ των ηλικιών 20-80, η μέση λευκή γυναίκα χάνει, για παράδειγμα, το 1/3 της οστικής πυκνότητας του ισχίου της, ενώ οι άνδρες μόνο το 1/4.
Σύμφωνα με το Εθνικό Ίδρυμα Αρθρίτιδας, Μυοσκελετικού συστήματος και Δερματικών Νόσων, οι στατιστικές για οστεοπόρωση δείχνουν επίσης μεγαλύτερη εμφάνιση του προβλήματος στις γυναίκες. Αυτό σημαίνει πως το 68% από τα 44 εκατομμύρια ανθρώπους σε κίνδυνο για οστεοπόρωση είναι γυναίκες. Μία από τις δύο γυναίκες άνω των 50 ετών θα υποστούν κάταγμα κατά τη διάρκεια της ζωής τους λόγω οστεοπόρωσης. Το ποσοστό αυτό είναι διπλάσιο σε σχέση με αυτών των ανδρών, που αντιστοιχεί στον έναν στους τέσσερις. Το 75% όλων των περιπτώσεων εμφάνισης της οστεοπόρωσης στο ισχίο αφορά γυναίκες.
Η οστεοπόρωση μπορεί να έχει τις ρίζες της στην παιδική ηλικία και την εφηβεία, δύο περίοδοι κατά τις οποίες το σώμα “χτίζει” τα οστά. Οι γυναίκες φθάνουν τη μέγιστη οστική μάζα τους στην ηλικία περίπου των 18 ετών, ενώ οι άνδρες γύρω στα 20. Μετά από αυτές τις ηλικίες, τόσο οι γυναίκες όσο και οι άνδρες εξακολουθούν να ενισχύουν με μικρές ποσότητες την οστική τους μάζα, αλλά οι άνδρες την αυξάνουν περισσότερο από τις γυναίκες. Έως τα 30, τα οστά είναι πλήρως εφοδιασμένα, και παρόλο που το σώμα θα συνεχίσει να αντικαθιστά τα παλιά κύτταρα των οστών, δεν θα υπάρξει πλέον αύξηση της οστικής μάζας.
Ο κίνδυνος εμφάνισης οστεοπόρωσης κατά τη διάρκεια της ενήλικης ζωής μπορεί να έχει σχέση με την έμμηνο ρύση κατά την εφηβική ηλικία. Σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, που η έμμηνος ρύση εμφανίστηκε σε πιο μεγάλη εφηβική ηλικία συσχετίστηκε με χαμηλότερη οστική πυκνότητα σε διάφορα σημεία του σκελετού, όπως η ωλένη, η σπονδυλική στήλη ή ο μηρός. Επίσης, συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο καταγμάτων της ωλένης, της σπονδυλικής στήλης και του ισχίου.
Η αντίστροφη σχέση μεταξύ οστικής πυκνότητας και ηλικίας έναρξης της έμμηνου ρύσης έχει, επίσης, τεκμηριωθεί σε αναδρομικές μελέτες σε προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Η ηλικία στην οποία εμφανίζεται η πρώτη έμμηνος ρύση είναι σημαντική. Επιδημιολογικές μελέτες δείχνουν ότι για τον ίδιο μειωμένο χρόνο έκθεσης σε οιστρογόνα υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος κατάγματος για τις γυναίκες των οποίων η έμμηνος ρύση εμφανίστηκε σε πιο μεγάλη ηλικία σε σχέση με εκείνες τις γυναίκες των οποίων η εμμηνόπαυση άρχισε νωρίτερα.
Θα έχετε ακούσει να γίνεται λόγος και για την οστεοπενία. Τι είναι, λοιπόν, η οστεοπενία και ποια η σχέση της με την οστεοπόρωση; Για να δοθεί απάντηση σε αυτό το ερώτημα, πρέπει πρώτα να οριστεί η οστεοπενία.
Η οστεοπενία είναι η λέπτυνση της οστικής μάζας. Ενώ αυτή η μείωση στην οστική μάζα δεν θεωρείται συνήθως σοβαρή, αποτελεί ένα πολύ σοβαρό παράγοντα κινδύνου για την ανάπτυξη της οστεοπόρωσης.
Η οστεοπενία είναι κάτι συνηθισμένο σε άτομα άνω των 50 ετών που έχουν χαμηλότερη από το μέσο όρο οστική πυκνότητα, αλλά δεν έχουν οστεοπόρωση. Η διαγνωστική διαφορά μεταξύ οστεοπενίας και οστεοπόρωσης είναι το ποσοστό της οστικής πυκνότητας.
Η οστεοπόρωση είναι μια πάθηση που χαρακτηρίζεται από μειωμένη οστική πυκνότητα, μειώνεται η δύναμη του οστού και οδηγεί σε αυξημένη ευθραυστότητα, και συνεπώς σε αυξημένο κίνδυνο κατάγματος. Η απώλεια της οστικής μάζας προκαλείται από μια ανεπάρκεια σε ασβέστιο, βιταμίνη D, μαγνήσιο και σε άλλες βιταμίνες και μέταλλα. Πολλά από τα τρόφιμα που τρώμε περιέχουν αυτές τις βιταμίνες και τα μέταλλα “οικοδόμησης” των οστών.
Τα συμπτώματα της οστεοπόρωσης περιλαμβάνουν απώλεια ύψους, κύφωση, καμπούριασμα και έντονο πόνο. Σύμφωνα με το Εθνικό Ίδρυμα Οστεοπόρωσης, η οστεοπόρωση πλήττει 10 εκατομμύρια Αμερικανούς, ως επί το πλείστον γυναίκες. Τριάντα τέσσερα εκατομμύρια περισσότεροι Αμερικανοί εκτιμάται ότι έχουν οστεοπενία και θέτουν τον οργανισμό τους σε κίνδυνο για οστεοπόρωση.
Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν και άλλοι πιθανοί γενετικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες πίσω από την απώλεια της οστικής μάζας, οι αλλαγές στα επίπεδα των οιστρογόνων που συμβαίνουν στο σώμα παραμένουν οι κύριοι ύποπτοι για την εμφάνιση της οστεοπόρωσης.
Τα οιστρογόνα είναι ορμόνες που βοηθούν τη ρύθμιση του αναπαραγωγικού κύκλου της γυναίκας, αλλά παίζουν και σημαντικό ρόλο στο να διατηρούνται τα οστά δυνατά και υγιή, τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες. Ενώ οι προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες έχουν περισσότερα οιστρογόνα από τους άνδρες, δυστυχώς θα βιώσουν δραματικές πτώσεις στην παραγωγή των ορμονών αυτών λόγω εμμηνόπαυσης, και είναι πιθανότερο να παρουσιάσουν απώλεια οστικής πυκνότητας, και στη συνέχεια να εμφανίσουν οστεοπόρωση.
Οι γυναίκες διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο οστεοπόρωσης που σχετίζεται με τα επίπεδα των οιστρογόνων, εάν:
- έχουν ακανόνιστους ή όχι συχνούς κύκλους που άρχισαν αργότερα από την κανονική ηλικία
- έχουν αφαιρεθεί οι ωοθήκες τους (σε οποιαδήποτε ηλικία)
- περάσουν νωρίτερα στην εμμηνόπαυση σε σχέση με αυτές που θα μπουν πιο αργά σε εμμηνόπαυση.
Οι γυναίκες αμέσως μετά την εμμηνόπαυση χάνουν οστική μάζα πολύ πιο γρήγορα, από ό, τι σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή της ζωής τους.
Τα δεδομένα δείχνουν ότι οι γυναίκες που έχουν περισσότερα οιστρογόνα από ό,τι οι συνομήλικές τους, όπως γυναίκες των οποίων η έμμηνος ρύση εμφανίστηκε νωρίτερα από το κανονικό ή που έχουν χρησιμοποιήσει αντισυλληπτικά που περιέχουν οιστρογόνα, είναι πιθανό να έχουν υψηλότερη οστική πυκνότητα.
Είστε σε κίνδυνο για οστεοπόρωση;
Φυσικά δεν είναι όλες οι γυναίκες σε κίνδυνο για οστεοπενία ή οστεοπόρωση. Υπάρχουν ορισμένοι παράγοντες κινδύνου που μπορούν να αυξήσουν την πιθανότητα μια γυναίκα να εμφανίσει μέτρια έως και σοβαρή απώλεια της οστικής μάζας. Παρακάτω δίνονται μερικοί παράγοντες.
Οι γυναίκες είναι σε υψηλότερο κίνδυνο επειδή έχουν μικρότερη οστική μάζα από ό, τι οι άνδρες. Οι γυναίκες, επίσης, συχνά βιώνουν μια απώλεια της οστικής μάζας μετά την εμμηνόπαυση, αφού το επίπεδο των οιστρογόνων που παράγεται από τις ωοθήκες μειώνεται σημαντικά οδηγώντας σε αυξημένο κίνδυνο για την απώλεια οστικής μάζας.
Η πρόωρη εμμηνόπαυση λόγω της αφαίρεσης των ωοθηκών επιταχύνει τη διαδικασία της οστικής απώλειας, εκτός εάν δοθεί θεραπεία υποκατάστασης οιστρογόνων.
Μια διατροφή φτωχή που οδηγεί σε ανεπαρκή πρόσληψη ασβεστίου και βιταμίνης D, το κάπνισμα, η κατανάλωση αλκοόλ, καθώς και η καθιστική ζωή αυξάνει την πιθανότητα απώλειας οστικής μάζας.
- Οι λευκές γυναίκες, οι Ασιάτισσες και οι Καυκάσιες βρίσκονται σε υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης της οστεοπόρωσης, και ειδικά αυτές με ελαφρύ σκελετό.
- Γυναίκες με διατροφικές διαταραχές έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο για οστεοπόρωση.
- Οι περισσότεροι άνθρωποι (άνδρες και γυναίκες) χάνουν περίπου 0,5% της οστικής μάζας κάθε χρόνο μετά την ηλικία των 50 ετών.
- Ασθενείς με οικογενειακό ιστορικό οστεοπόρωσης έχουν 50-85% υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης οστικής απώλειας.
- Ορισμένα φάρμακα όπως διουρητικά, στεροειδή, αντιεπιληπτικά αυξάνουν τον κίνδυνο.
- Άλλες ιατρικές καταστάσεις, όπως ο υπερθυρεοειδισμός, υπερπαραθυρεοειδισμός, και το σύνδρομο Cushing, μπορούν να συμβάλουν στην απώλεια οστικής μάζας.
Πρόληψη: Κρατώντας τα οστά σας υγιή
Ενώ οι περισσότεροι άνθρωποι βιώνουν κάποια απώλεια της οστικής μάζας καθώς μεγαλώνουν, η οστεοπενία και οστεοπόρωση δεν είναι αναπόφευκτα κομμάτια της διαδικασίας γήρανσης. Υπάρχουν οδηγίες-συμβουλές που μπορούν να βοηθήσουν τα οστά σας να παραμείνουν υγιή.
Διατηρήστε μια υγιεινή διατροφή με επαρκείς ποσότητες ασβεστίου και βιταμίνης D. Οι προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες χρειάζονται τουλάχιστον 1000mg ενώ οι μετεμμηνοπαυσιακές 1200mg. Δεν θα πρέπει να καταναλώνονται περισσότερο από 2000mg ασβεστίου την ημέρα, γιατί υπάρχει κίνδυνος για ανεπιθύμητες παρενέργειες. Πηγές ασβεστίου στη διατροφή είναι το γάλα και άλλα γαλακτοκομικά προϊόντα, π.χ. το γιαούρτι, καθώς και το τυρί όπως το σκληρό τυρί, το τυρί cottage. Τα πράσινα λαχανικά, όπως το λάχανο και το μπρόκολο, οι ξηροί καρποί, τα ψωμί και τα δημητριακά είναι και αυτά καλές πηγές.
Οι μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες πρέπει να καταναλώνουν τουλάχιστον 800 διεθνείς μονάδες βιταμίνης D ημερησίως. Χαμηλότερα επίπεδα αυτής δεν είναι τόσο αποτελεσματικά, ενώ υψηλότερες δόσεις μπορεί να είναι τοξικές, ειδικά αν ληφθούν για μεγάλες χρονικές περιόδους. Η σημαντικότερη πηγή βιταμίνης D είναι ο ήλιος. Η καθημερινή έκθεση στον ήλιο για 15 με 20 λεπτά είναι αρκετή για τη σύνθεση επαρκούς ποσότητας. Η διατροφή λειτουργεί απλά ενισχυτικά, αφού οι ποσότητές της που βρίσκονται στα διάφορα τρόφιμα είναι μάλλον περιορισμένες. Το γάλα είναι η καλύτερη διατροφική πηγή της βιταμίνης D, με περίπου 100 διεθνείς μονάδες ανά φλιτζάνι.
Η τακτική σωματική δραστηριότητα που περιλαμβάνει ασκήσεις με βάρη, η αεροβική χαμηλής έντασης, το τρέξιμο και το περπάτημα βοηθούν στην ελαχιστοποίηση της οστικής απώλειας.
Το κάπνισμα και η κατανάλωση καφέ, καθώς και η υπερβολική χρήση αλκοόλ οδηγούν σε απώλεια του ασβεστίου από τον οργανισμό, και για το λόγο αυτό πρέπει να καταναλώνονται με μέτρο ή να κοπούν εντελώς.
Καλό θα είναι να γίνονται τακτικοί έλεγχοι για οστεοπενία και οστεοπόρωση ειδικά από τις ομάδες υψηλού κινδύνου, καθώς και από τα άτομα που είναι άνω των 50 ετών. Ο γιατρός θα κάνει τον έλεγχο και θα προτείνει αν χρειάζονται συμπληρώματα ασβεστίου ή και συνδυασμό αυτών με βιταμίνη D.
Η οστεοπόρωση μπορεί πιο αποτελεσματικά να προληφθεί παρά να θεραπευτεί. Μια ισορροπημένη διατροφή θα βοηθήσει στο “χτίσιμο” και τη διατήρηση υγιών οστών. Το υπερβολικό λίπος ζωικής προέλευσης, το πολύ αλάτι και η υπερβολική κατανάλωση καφεΐνης μπορούν να μειώσουν την ποσότητα ασβεστίου στον οργανισμό. Το ίδιο αποτέλεσμα έχει το κάπνισμα και η μεγάλη κατανάλωση οινοπνεύματος. Όλα τα προληπτικά μέτρα πρέπει να εφαρμόζονται από την παιδική και εφηβική ηλικία έτσι ώστε σε νεαρή ηλικία, τα άτομα να αποκτήσουν τη μέγιστη δυνατή οστική πυκνότητα.
https://www.diatrofi.gr/