χαρακτηρίζεται από το έντονο ροχαλητό και τη σύντομη διακοπή της αναπνοής μία ή και περισσότερες φορές μέσα στη νύχτα.
Σύμφωνα με νέα ευρήματα που παρουσιάστηκαν στο πρόσφατο συνέδριο της Αμερικανικής Εταιρείας Θώρακος (ATS Conference 2017), τα άτομα που πάσχουν από υπνική άπνοια έχουν περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν
κολπική μαρμαρυγή, τον συνηθέστερο τύπο
αρρυθμίας της καρδιάς, η οποία αυξάνει τον κίνδυνο
καρδιακής ανεπάρκειας,
καρδιακής ανεπάρκειας και άλλων σοβαρών επιπλοκών.
Τα άτομα με υπνική άπνοια εκτιμάται ότι είναι πιο πιθανό να έχουν
υπέρταση, η οποία αποτελεί παράγοντα κινδύνου για ποικίλες καρδιαγγειακές επιπλοκές, ωστόσο τα νέα στοιχεία υπέδειξαν ότι η κολπική μαρμαρυγή είναι συνηθέστερη στους πάσχοντες από υπνική άπνοια
ασχέτως των επιπέδων της πίεσής τους.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη Δρ Tetyana Kendzerska από το Πανεπιστήμιο της Οττάβα στον Καναδά, κατέληξαν στα παραπάνω συμπεράσματα έπειτα από ανάλυση του ιατρικού ιστορικού 8.256 ενηλίκων με μέση ηλικία τα 47 έτη. Όλοι οι συμμετέχοντες εκδήλωναν σε κάποιο βαθμό υπνική άπνοια κατά το ξεκίνημα της μελέτης, κανένας όμως δεν είχε λάβει διάγνωση για κολπική μαρμαρυγή ή κάποια άλλη μορφή αρρυθμίας. Σε διάστημα παρακολούθησης 10 ετών, 173 άτομα εκδήλωσαν κολπική μαρμαρυγή και χρειάστηκε να νοσηλευτούν λόγω αυτής.
Έπειτα από ανάλυση των διαθέσιμων στοιχείων –και συνυπολογισμό παραγόντων κινδύνου όπως η ηλικία, το φύλο, το κάπνισμα και η αρτηριακή πίεση– διαπιστώθηκε ότι ο κίνδυνος κολπικής μαρμαρυγής ήταν σημαντικά μεγαλύτερος στα άτομα με μη φυσιολογικό κορεσμό σε οξυγόνο (κάτω από 90%, με τη φυσιολογική τιμή να κυμαίνεται μεταξύ 95-100%), έναν δείκτη που χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση της αναπνοής και της κυκλοφορίας του αίματος και για τη διάγνωση της υπνικής άπνοιας.
Να σημειωθεί ότι ο αριθμός των παύσεων στην αναπνοή λόγω υπνικής άπνοιας δενσυσχετίστηκε με τον κίνδυνο κολπικής μαρμαρυγής.
«Η υπνική άπνοια μπορεί να αποτελεί άμεση αιτία της κολπικής μαρμαρυγής
χωρίς να μεσολαβεί η επίδραση της υπέρτασης»
δηλώνει η Kendzerska, όμως οι ερευνητές δεν είναι ακόμη σε θέση να εξηγήσουν τους ακριβείς μηχανισμούς πίσω από αυτή τη σχέση.